προκαλυπτομένη

προκαλυπτομένη
προκαλύπτω
hang before
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προκάλυψη — η / προκάλυψις, ύψεως, ΝΑ [προκαλύπτω] κάλυψη και προφύλαξη από εμπρός νεοελλ. στρ. 1. το σύνολο τών μέτρων που παίρνονται για την απόκρουση αιφνιδιαστικής επίθεσης τού εχθρού σε μια ορισμένη θέση καθώς και η προκαλυπτόμενη περιοχή 2. εγκατάσταση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”